- ὅστ'
- ὅστε , ὅστεwhomasc nom/voc sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… … Dictionary of Greek
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek
κρεάγρα — η (Α κρεάγρα) περόνη ή λαβίδα που χρησιμεύει για το βγάλσιμο τού κρέατος από τη χύτρα («καὶ πᾱν ὅ ἐὰν ἀνέβη ἐν τή κρεάγρᾳ, ἐλάμβανεν ἑαυτῷ ὁ ἱερεύς», ΠΔ.) αρχ. άγκιστρο, αρπάγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + άγρα (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. οστ άγρα,… … Dictionary of Greek
φλεγρεώδης — ώδες, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φλέγρα* 2. όμοιος με την Φλέγρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φλέγρα + κατάλ. ε ώδης, από ον. που έχουν θ. με ε (πρβλ. ὀστ ε ώδης)] … Dictionary of Greek
ost(h)-; ost(h)i, ost(h)r(g), obl. ost(h)-(e)n- — ost(h) ; ost(h)i, ost(h)r(g), obl. ost(h) (e)n English meaning: bone Deutsche Übersetzung: “Knochen” Material: O.Ind. ásthi n., gen. asth n áḥ “leg, bone”, Av. ast , asti n. “bone”, gen. pl. astąm, instr. pl. azdbīš, asti aojah… … Proto-Indo-European etymological dictionary